μετενσωματώνω

μετενσωματώνω
(Α μετενσωματῶ, -όω)
1. μετενσαρκώνω, μετεμψυχώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἐνσωματῶ «δίνω σώμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μετενσωμάτωση — η (Α μετενσωμάτωσις) [μετενσωματώνω] (για την ψυχή) η μετάβαση σε άλλο σώμα, η μετενσάρκωση, η μετεμψύχωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”